Έχει παρατηρηθεί παγκοσμίως, ότι γυναίκες ηλικίας άνω των 45 ετών, επισκέπτονται συχνότερα τις υγειονομικές υπηρεσίες και τους ορθοπαιδικούς λόγω οστεοπόρωσης και των επιπλοκών της, σε σχέση με άλλες παθήσεις όπως διαβήτη, ισχαιμία μυοκαρδίου ή καρκίνο του μαστού.
Επιπλέον έχει εκτιμηθεί ότι μόνο ένα στα τρία σπονδυλικά κατάγματα εμφανίζουν κλινική συμπτωματολογία έντονη, ώστε να οδηγήσουν τον ασθενή στον ιατρό.
Ποικίλοι παθοφυσιολογικοί μηχανισμοί συμμετέχουν στην απώλεια οστικής πυκνότητας και την εμφάνιση αρχικά οστεπενίας και ακολούθως οστεοπόρωσης.
Οι πιο συχνοί αιτιολογικοί μηχανισμοί που οδηγούν σε οστεοπόρωση είναι:
Όπως και τόσες άλλες συστηματικές παθήσεις, ομοίως και η οστεοπόρωση μπορεί να είναι πρωτοπαθής (αγνώστου αιτιολογίας) ή δευτεροπαθής (όπου ενοχοποιείται συγκεκριμένο αίτιο για την γένεσή της όπως δευτεροπαθής υπεπαραθυρεοειδισμός, υπογοναδισμός, υπερθυρεοειδισμός, λήψη κορτικοστεροειδών > 3 μήνες, ακινητοποίηση σε γύψο για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Σήμερα υπάρχουν πολλές μέθοδοι και τεχνικές μέτρησης της οστικής μάζας.
Η συχνότερα χρησιμοποιούμενη μέθοδος είναι η απορροφησιομέτρηση διπλής ενέργειας ακτίνων x (DΕXA), που υπολογίζει την οστική πυκνότητα στη σπονδυλική στήλη ή στο ισχίο, και άλλοτε δευτερευόντως στο κάτω άκρο της κερκίδας ή στη πτέρνα.
Περιφερική μέτρηση γίνεται από την ποσοτική αξονική τομογραφία (Quantitative computedtomography – QCT). Η QCT μετράει την οστική πυκνότητα στη σπογγώδη ουσία χωρίς συμμετοχή του φλοιού. Το πλεονέκτημα της απέναντι στη DΕXA είναι ότι υπολογίζει ογκομετρικά την οστική πυκνότητα σε grams/cm3, ενώ η DΕXA επιφανειακά, σε grams/cm2. Προς το παρόν η «ιδανική μέθοδος» (gold standard) στην πυκνομετρία και την πρόγνωση του κινδύνου κατάγματος, θεωρείται η απορροφησιομέτρηση με διπλή δέσμη ακτίνων x στο ισχίο και τη σπονδυλική στήλη (DEXA).
Oι τιμές της μέτρησης με DΕXA υιοθετήθηκαν από τον Παγκόσμιο Oργανισμό Υγείας για τον ορισμό και καθορισμό της οστεοπόρωσης. Σύμφωνα με τις οδηγίες του λοιπόν τιμές Τ- score μεγαλύτερες από –1 σταθερές αποκλίσεις (SD) θεωρούνται φυσιολογικές, μεταξύ –1 SD και –2,5 SD ως οστεοπενία, μικρότερες από –2,5 SD ως οστεοπόρωση ενώ αν με την τελευταία τιμή συνυπάρχει και ένα ή πε- ρισσότερα οστεοπορωτικά κατάγματα ως εγκατεστημένη οστεοπόρωση. Oι τιμές Τ-score χρησιμοποιούνται στην εκτίμηση μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών, ενώ σε προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες ή νεαρότερα άτομα οι τιμές του Ζ-score.
Oι κυριότερες ενδείξεις διενέργειας οστικής πυκνομετρίας είναι οι εξής:
– Γ. Καπετάνος. Η οστεοπόρωση και ο ορθοπαιδικός, ΕΕΧΟΤ 2012.
O αιματολογικός εργαστηριακός έλεγχος έχει θέση στην αρχική διάγνωση της οστεοπόρωσης. Χρησιμοποιείται για καθιέρωση ορίων βάσης μέτρησης ή αποκλεισμό δευτεροπαθών αιτίων οστεοπόρωσης. O εργαστηριακός έλεγχος περιλαμβάνει:
Συχνά βάση του ιστορικού του ασθενούς, χρειάζονται περαιτέρω εργαστηριακές εξετάσεις ελέγχου της ηπατικής και νεφρικής λειτουργίας και του ισοζυγίου του ασβεστίου.
Τα τελευταία χρόνια ιδιαίτερη σημασία έχει δοθεί στους δείκτες οστικής εναλλαγής, όπως είναι η αλκαλική φωσφατάση [ιδιαίτερα το οστικό της κλάσμα (BALP)], η οστεοκαλσίνη (Gla-protein) και οι διασταυρούμενοι δεσμοί πυριδινίου των ούρων (ρ1Νρ). Oι βιοχημικοί οστικοί δείκτες είναι νεώτερες εργαστηριακές δοκιμασίες ελέγχου του οστικού μεταβολισμού (παραγωγής-απορρόφησης) που χρησιμοποιούνται κυρίως στην παρακολούθηση της πάθησης και στον καθορισμό της αποτελεσματικότητας της θεραπευτικής προσέγγισης.
Οι πιο ειδικοί δείκτες οστικής εναλλαγής, για τους οποίους έχουν εφαρμοστεί αξιόπιστες σύγχρονες αναλυτικές μέθοδοι είναι για τους δείκτες οστικής παραγωγής, το οστικό κλάσμα της αλκαλικής φωσφατάσης, η οστεοκαλσίνη και το αμινοτελικό πεπτίδιο του προκολλαγόνου τύπου Ι, ενώ για τους δείκτες οστικής απορρόφησης, το καρβοξυτελικό (CTX) και το αμινοτελικό (ΝΤΧ) διασταυρούμενο τελοπεπτίδιο του κολλαγόνου τύπου Ι καθώς και το ισοένζυμο 5b της ανθεκτικής στο άλας του τρυγικού οξέος όξινης φωσφατάσης (Tartrate Resistant Acid Phosphatase, TRAP5b).