Οστεοπόρωση

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΟΣΤΕΟΠΟΡΩΣΗ;

Παθολογία Οστεοπόρωσης

Η Οστεοπόρωση είναι η πάθηση εκείνη όπου μειώνεται η πυκνότητα (density) και διαταράσεται η ποιότητα (quality) του οστού, με αποτέλεσμα να μειώνεται η οστική αντοχή και να αυξάνεται η ευθραυστότητα και τα κατάγματα, ιδίως στη σπονδυλική στήλη, στον καρπό, στο ισχίο και στη λεκάνη.

Τα οστεοπορωτικά κατάγματα είναι σημαντικός παράγοντας αύξησης της νοσηρότητας και της θνητότητας στις ηλικίες αυτές.

Έχει παρατηρηθεί παγκοσμίως, ότι γυναίκες ηλικίας άνω των 45 ετών, επισκέπτονται συχνότερα τις υγειονομικές υπηρεσίες και τους ορθοπαιδικούς λόγω οστεοπόρωσης και των επιπλοκών της, σε σχέση με άλλες παθήσεις όπως διαβήτη, ισχαιμία μυοκαρδίου ή καρκίνο του μαστού.

Kanis JA, Delmas P, Burckhardt P, et al. (1997) Guidelines for diagnosis and management of osteoporosis. The European Foundation for Osteoporosis and Bone Disease. Osteoporos Int 7:390-406.

Επιπλέον έχει εκτιμηθεί ότι μόνο ένα στα τρία σπονδυλικά κατάγματα εμφανίζουν κλινική συμπτωματολογία έντονη, ώστε να οδηγήσουν τον ασθενή στον ιατρό.

Cooper C, Atkinson EJ, O’Fallon WM, et al. (1992) Incidence of clinically diagnosed vertebral fractures: a population-based study in Rochester, Minnesota, 1985-1989. J Bone Miner Res 7:221-227.

Αίτια Οστεοπόρωσης

Ποικίλοι παθοφυσιολογικοί μηχανισμοί συμμετέχουν στην απώλεια οστικής πυκνότητας και την εμφάνιση αρχικά οστεπενίας και ακολούθως οστεοπόρωσης.

Οι πιο συχνοί αιτιολογικοί μηχανισμοί που οδηγούν σε οστεοπόρωση είναι:

  1. η μη επίτευξη της ιδανικής κορυφαίας οστικής μάζας (επιτυγχάνεται στην 3η δεκαετία της ζωής του ανθρώπου) και για διαφορετικούς λόγους όπως αναφέρεται ακολούθως 
  2. η αυξημένη οστική απώλεια λόγω μείωσης των ορμονών του φύλου (η μείωση των οιστρογόνων στις γυναίκες είναι η βασική αιτία της μετεμμηνοπαυσιακής οστεοπόρωσης).
  3. Γενετικοί παράγοντες – Κληρονομικότητα
  4. Τρόπος ζωής – συνήθειες/έξεις (καθιστική ζωή, αποχή από άσκηση, κάπνισμα, μεγάλη κατανάλωση οινοπνευματωδών)
  5. Διατροφικές συνήθειες (κατανάλωση γαλακτοκομικών κ πράσινων λαχανικών) 
  6. Ορμονολογικές διαταραχές (υπερθυρεοειδισμός, σακχαρώδης διαβήτης) 
  7. Φάρμακα

Όπως και τόσες άλλες συστηματικές παθήσεις, ομοίως και η οστεοπόρωση μπορεί να είναι πρωτοπαθής (αγνώστου αιτιολογίας) ή δευτεροπαθής (όπου ενοχοποιείται συγκεκριμένο αίτιο για την γένεσή της όπως δευτεροπαθής υπεπαραθυρεοειδισμός, υπογοναδισμός, υπερθυρεοειδισμός, λήψη κορτικοστεροειδών > 3 μήνες, ακινητοποίηση σε γύψο για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Η πρωτοπαθής οστεοπόρωση εμφανίζεται με δύο τύπους:

Μετεμμηνοπαυσιακή ή τύπος Ι

Εμφανίζεται σε νέες μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες 50-65 ετών. Προσβάλει κυρίως το σπογγώδες οστούν -ιδιαίτερα τα σπονδυλικά σώματα και οφείλεται σε υπερλειτουργία των οστεοκλαστών λόγω μείωσης των ορμονών του φύλου (οιστρογόνων). Η αναλογία προσβολής γυναικών/ανδρών είναι 6/1.

Γεροντική ή τύπος ΙΙ

Εμφανίζεται πάνω από την ηλικία των 70. Προσβάλει το φλοιώδες οστούν, κυρίως του ισχίου (διατροχαντήρια και υποκεφαλικά κατάγματα) και οφείλεται σε υπολειτουργία των οστεοβλαστών λόγω συνήθως αύξησης της παραθορμόνης ή μείωσης της βιταμίνης D. Η αναλογία γυναικών/ανδρών είναι 2/1.

Ως προς τη δευτεροπαθή οστεοπόρωση οι συνηθέστεροι αιτιολογικοί παράγοντες είναι:

Φάρμακα

• Γλυκοκορτικοειδή. Η συχνότερη αιτία δευτεροπαθούς οστεοπόρωσης, λόγω αύξησης των ενδογενών (σύνδρομο Cushing) ή εξωγενών κορτικοειδών (φάρμακα ›3 μήνες).
• Θυροξίνη
• Αντιεπιληπτικά
• Κυτταροτοξικά
• Ανοσοκατασταλτικά
• Αντισυλληπτικά

Γενετικά Νοσήματα

Ατελής οστεογένεση, αιμοσφαιρινοπάθειες, θαλασσαιμίες, αιμοχρωμάτωση, υποφωσ-φατασία.

Διαταραχές του μεταβολισμού του ασβεστίου

Υπερασβεστιουρία, ανεπάρκεια βιταμίνης D.

Ενδοκρινικές παθήσεις

Σύνδρομο Cushing, υπογοναδισμός, υπερθυρεοειδισμός, σακχαρώδης διαβήτης τύπου Ι, πρωτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός.

Νοσήματα του γαστρεντερικού

Χρόνια ηπατική νόσος, σύνδρομα δυσαπορρόφησης (κοιλιοκάκη, νόσος Crohn), ολική γαστρεκτομή.

Λοιπές παθήσεις

Πολλαπλούν μυέλωμα, λέμφωμα και λευχαιμία, νευρογενής ανορεξία, ρευματοειδής αρθρίτιδα, χρόνια νεφρική νόσος.

Τοπική οστεοπόρωση

Τοπική οστεοπόρωση, όπως είναι η παροδική οστεοπόρωση του ισχίου ή οστεοπόρωση μετά από ακινητοποίηση ή υπολειτουργία του μέλους (σε εφαρμογή γύψινου επιδέσμου, μετεγχειρητικά, μακρά κατάκλιση) και η οστεοπόρωση της αλγοδυστροφίας Sudeck.

Μέτρηση

Οστικής Πυκνότητας

Σήμερα υπάρχουν πολλές μέθοδοι και τεχνικές μέτρησης της οστικής μάζας.

Η συχνότερα χρησιμοποιούμενη μέθοδος είναι η απορροφησιομέτρηση διπλής ενέργειας ακτίνων x (DΕXA), που υπολογίζει την οστική πυκνότητα στη σπονδυλική στήλη ή στο ισχίο, και άλλοτε δευτερευόντως στο κάτω άκρο της κερκίδας ή στη πτέρνα.

Περιφερική μέτρηση γίνεται από την ποσοτική αξονική τομογραφία (Quantitative computedtomography – QCT). Η QCT μετράει την οστική πυκνότητα στη σπογγώδη ουσία χωρίς συμμετοχή του φλοιού. Το πλεονέκτημα της απέναντι στη DΕXA είναι ότι υπολογίζει ογκομετρικά την οστική πυκνότητα σε grams/cm3, ενώ η DΕXA επιφανειακά, σε grams/cm2. Προς το παρόν η «ιδανική μέθοδος» (gold standard) στην πυκνομετρία και την πρόγνωση του κινδύνου κατάγματος, θεωρείται η απορροφησιομέτρηση με διπλή δέσμη ακτίνων x στο ισχίο και τη σπονδυλική στήλη (DEXA).

Oι τιμές της μέτρησης με DΕXA υιοθετήθηκαν από τον Παγκόσμιο Oργανισμό Υγείας για τον ορισμό και καθορισμό της οστεοπόρωσης. Σύμφωνα με τις οδηγίες του λοιπόν τιμές Τ- score μεγαλύτερες από –1 σταθερές αποκλίσεις (SD) θεωρούνται φυσιολογικές, μεταξύ –1 SD και –2,5 SD ως οστεοπενία, μικρότερες από –2,5 SD ως οστεοπόρωση ενώ αν με την τελευταία τιμή συνυπάρχει και ένα ή πε- ρισσότερα οστεοπορωτικά κατάγματα ως εγκατεστημένη οστεοπόρωση. Oι τιμές Τ-score χρησιμοποιούνται στην εκτίμηση μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών, ενώ σε προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες ή νεαρότερα άτομα οι τιμές του Ζ-score.

Oι κυριότερες ενδείξεις διενέργειας οστικής πυκνομετρίας είναι οι εξής:

  1. Γυναίκες άνω των 65 ετών.
  2. Mετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες κάτω από 65 έτη με παράγοντες κινδύνου.
  3. Άνδρες 70 ετών και άνω.
  4. Eνήλικες με οστεοπορωτικό κάταγμα.
  5. Eνήλικες που πάσχουν από πάθηση που συνοδεύεται από χαμηλή οστική μάζα ή οστική απώλεια.
  6. Eνήλικες που λαμβάνουν φάρμακα που προκαλούν χαμηλή οστική μάζα ή οστική απώλεια.
  7. Aσθενείς που πρόκειται να υποβληθούν σε φαρμακευτική αγωγή.
  8. Aσθενείς που υποβλήθηκαν σε θεραπεία και απαιτείται έλεγχος θεραπευτικού αποτελέσματος.
  9. Άτομα που δεν υποβλήθηκαν σε θεραπεία αλλά υπάρχει ένδειξη να υποβληθούν σε αγωγή.

– Γ. Καπετάνος. Η οστεοπόρωση και ο ορθοπαιδικός, ΕΕΧΟΤ 2012.

Εργαστηριακός Έλεγχος

O αιματολογικός εργαστηριακός έλεγχος έχει θέση στην αρχική διάγνωση της οστεοπόρωσης. Χρησιμοποιείται για καθιέρωση ορίων βάσης μέτρησης ή αποκλεισμό δευτεροπαθών αιτίων οστεοπόρωσης. O εργαστηριακός έλεγχος περιλαμβάνει:

Εξετάσεις αίματος

Oι εξετάσεις αυτές ενώ δε θέτουν τη διάγνωση της οστεοπενίας ή οστεοπόρωσης, ωστόσο συμβάλλουν στη διερεύνηση πιθανών δευτερογενών αιτίων οστεοπόρωσης, όπως είναι η έλλειψη βιταμίνης D, ο υπερθυρεοειδισμός και ο δευτεροπαθής υπερπαρα-θυρεοειδισμός, η παθολογία των νεφρών ή του ήπατος, η οστεομαλακία, η νόσος Paget.

Περιλαμβάνει:
• Γενική αίματος
• Ταχύτητα καθίζησης ερυθρών
• Ασβέστιο ορού
• Φωσφόρο ορού
• Αλκαλική φωσφατάση (οστικό κλάσμα)
• Ηλεκτροφόρηση πρωτεϊνών
• Ορμονολογικό έλεγχο θυρεοειδούς, παραθορμόνης, και βιταμίνης D (25-hydroxy-vitamin D).

Εξετάσεις ούρων

Περιλαμβάνουν συνήθως τη γενική εξέταση ούρων, όπως και υπολογισμό των επιπέδων ασβεστίου 24ώρου και υδροξυπρολίνης μέσω των οποίων είναι δυνατός ο έλεγχος της απορρόφησης και αποβολής του ασβεστίου από τον οργανισμό.

Συχνά βάση του ιστορικού του ασθενούς, χρειάζονται περαιτέρω εργαστηριακές εξετάσεις ελέγχου της ηπατικής και νεφρικής λειτουργίας και του ισοζυγίου του ασβεστίου.

Τα τελευταία χρόνια ιδιαίτερη σημασία έχει δοθεί στους δείκτες οστικής εναλλαγής, όπως είναι η αλκαλική φωσφατάση [ιδιαίτερα το οστικό της κλάσμα (BALP)], η οστεοκαλσίνη (Gla-protein) και οι διασταυρούμενοι δεσμοί πυριδινίου των ούρων (ρ1Νρ). Oι βιοχημικοί οστικοί δείκτες είναι νεώτερες εργαστηριακές δοκιμασίες ελέγχου του οστικού μεταβολισμού (παραγωγής-απορρόφησης) που χρησιμοποιούνται κυρίως στην παρακολούθηση της πάθησης και στον καθορισμό της αποτελεσματικότητας της θεραπευτικής προσέγγισης.

Οι πιο ειδικοί δείκτες οστικής εναλλαγής, για τους οποίους έχουν εφαρμοστεί αξιόπιστες σύγχρονες αναλυτικές μέθοδοι είναι για τους δείκτες οστικής παραγωγής, το οστικό κλάσμα της αλκαλικής φωσφατάσηςη οστεοκαλσίνη και το αμινοτελικό πεπτίδιο του προκολλαγόνου τύπου Ι, ενώ για τους δείκτες οστικής απορρόφησης, το καρβοξυτελικό (CTX) και το αμινοτελικό (ΝΤΧ) διασταυρούμενο τελοπεπτίδιο του κολλαγόνου τύπου Ι καθώς και το ισοένζυμο 5b της ανθεκτικής στο άλας του τρυγικού οξέος όξινης φωσφατάσης (Tartrate Resistant Acid Phosphatase, TRAP5b).

Πρόληψη
Οστεοπενίας & Οστεοπόρωσης

Η οστεοπόρωση είναι μια νόσος με υψηλή νοσηρότητα και θνητότητα λόγω των επιπλοκών της, των οστεοπορωτικών καταγμάτων.

Περισσότερα

Θεραπεία
Οστεοπόρωσης

Οι ασθενείς θα πρέπει να παρακολουθούνται ανά τακτά χρονικά διαστήματα των έξι μηνών με ένα χρόνο, ώστε να αποφασίζεται η συνέχιση ή η τροποποίηση της αντι-οστεοπορωτικής αγωγής.

Περισσότερα

Σπονδυλοπλαστική
Κυφοπλαστική

Ελάχιστα επεμβατικές χειρουργικές τεχνικές, αντιμετώπισης των σπονδυλικών καταγμάτων, ιδιαίτερα των οστεοπορωτικών ή παθολογικών από λυτικές οστικές μεταστάσεις ή αιμαγγειώματα.

Περισσότερα